- ένσημος
- -η, -ο (AM ἔνσημος, -ον) [σήμα] μσν.-νεοελλ. αυτός που έχει τυπωμένο σήμα («ένσημος χρυσός»)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το ένσημομικρό κομμάτι χαρτί σε σχήμα γραμματοσήμου, με επίσημα έμβλημα κρατικού ή άλλου οργανισμού, το οποίο χρησιμεύει ως απόδειξη καταβολής τελώναρχ.διάσημος, έξοχος.
Dictionary of Greek. 2013.